- συναναλύω
- συνανα-λύω, Elean [full] συναλλύω, in [voice] Med.,A remit a debt, Schwyzer 418.7 (v B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναναλύω — και ηλειακ. τ. συναλλύω Α χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
συναλλύω — Α βλ. συναναλύω … Dictionary of Greek